Σκαμνιά

Σκαμνιά
Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (28 κάτ., υψόμ. 750 μ.), στην επαρχία Ευρυτανίας, του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κερασοχωρίου. 2. Πεδινός οικισμός (104 κάτ., υψόμ. 70 μ.), στην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Γραμμενίτσας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Μυριβήλης, Στράτης — (Σκαμνιά Λέσβου 1892 – Αθήνα 1969). Πεζογράφος και δημοσιογράφος. Σπούδασε φιλολογία, αλλά πολύ νωρίς ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία. Στα νεανικά του χρόνια ήταν θερμός θιασώτης του δημοτικισμού και των δημοκρατικών ιδεών· το 1930 έγινε… …   Dictionary of Greek

  • διακόσμηση — Ο εξωραϊσμός, το στόλισμα, η επίθεση στολιδιών σε ένα οικοδόμημα. Δ. χαρακτηρίζεται οτιδήποτε συμπληρώνει τη βασική κατασκευή ενός κτιρίου, στολίζοντας ή εμπλουτίζοντας την εξωτερική ή εσωτερική επιφάνειά του. Αυτό δεν σημαίνει ότι η δ. έχει… …   Dictionary of Greek

  • скамья — скамейка, уменьш., диал. скамля, новгор., олонецк. (Даль), укр. скамна, скамня, скам᾽я, др. русск. скамиɪа (Лаврентьевск. летоп. под 1231 г., Псковск. I летоп., Домостр. Заб. 137). Заимств. через ср. греч. σκαμνί(ον), мн. σκαμνία от σκάμνον – то… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • δάσκαλος — και διδάσκαλος, ο (θηλ. δασκάλα και δασκάλισσα και διδασκάλισσα, η) (AM διδάσκαλος, ο, η) 1. όποιος έχει ως επάγγελμα να διδάσκει άλλους, κυρίως τις πρώτες, απαραίτητες γνώσεις 2. αυτός που διδάσκει και προκαλεί αλλαγές («ο πόλεμος... βίαιος… …   Dictionary of Greek

  • Μογγολία — Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Ρωσία και στα Α, στα Ν και στα Δ με την Κίνα.Tα εδαφικά όρια της Μ., εξαιτίας των χαρακτηριστικών της περιοχής στην οποία εκτείνεται η χώρα, δεν καθορίζονται από φυσικά στοιχεία, εκτός από το… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο Λαϊκής Τέχνης Γεροσκήπου (Κύπρου) — Το μουσείο αυτό υπάγεται στο Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Λειτουργεί από το 1978 σε ένα αρχοντικό του 18ου αι., γνωστό ως «οικία του Χατζησμίθ», το οποίο ανήκε στον προξενικό πράκτορα της Αγγλίας Αντρέα Ζυμπουλάκη. Η συλλογή του αποτελείται από… …   Dictionary of Greek

  • Μπενίν — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Α με τη Νιγηρία, στα Β με τον Νίγηρα, στα ΒΔ με την Μπουρκίνα Φάσο και στα Δ με το Τόγκο. Βρέχεται από τον κόλπο της Γουινέας.Γαλλική αποικία έως το 1960, ανέκτησε την ανεξαρτησία της με την ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • σκαμνί — το ιού (λ. λατ.) 1. ξύλινο κάθισμα χωρίς ακουμπιστήρι για την πλάτη: Τα παιδιά κάθισαν στα σκαμνιά γύρω από τη γιαγιά και άκουγαν προσεχτικά το παραμύθι που τους έλεγε. 2. εδώλιο του κατηγορουμένου: Θα τον καθίσω στο σκαμνί αυτόν τον απατεώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”